- γίγα
- η1. έγχορδο όργανο τής βορειοδυτικής Ευρώπης2. λαϊκός χορός με τρεμουλιαστές κινήσεις των ποδιών.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. gigue)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Γίγα — Γίγας mighty masc voc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γίγα — γίγας mighty masc voc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γίγας — Γίγᾱς , Γίγας mighty masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γίγας — γίγᾱς , γίγας mighty masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γίγασι — Γίγᾱσι , Γίγας mighty masc dat pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γίγασι — γίγᾱσι , γίγας mighty masc dat pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γίγασιν — Γίγᾱσιν , Γίγας mighty masc dat pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γίγασιν — γίγᾱσιν , γίγας mighty masc dat pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλακόδους — (placodus). Γένος ερπετών, που έχει εκλείψει. Απολιθωμένα λείψανά τους βρέθηκαν μέσα σε στρώματα μεσοτριασικής πέτρας στη Γερμανία και στη Γαλλία. Επίσης και σε στρώματα ανωτριασικής κεϋπέριας υποδιάπλασης. Το κρανίο του π. του γίγα είχε μήκος 16 … Dictionary of Greek